- τραγημάτιον
- τραγ-ημάτιον [μᾰ], τό, Dim. of τράγημα, PMich.Teb.123vv21 (i A. D., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγημάτιον — τὸ, Α [τράγημα, τραγήματος] υποκορ. τού τράγημα … Dictionary of Greek